- αντικάμαρα
- η(λ. ιταλ.)1. αντιθάλαμος.2. φρ., «Κάνω αντικάμαρα σε κάποιον», αφήνω κάποιον να περιμένει πολλή ώρα στον αντιθάλαμο, δεν τον διευκολύνω, του κάνω αντίπραξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.